κιθάρα

κιθάρα
Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που ονομάζεται καβαλάρης. Αυτό χρησιμεύει ως στήριγμα των χορδών και ως μεταφορέας των δονήσεων των τελευταίων στο ηχείο. Το μπράτσο είναι προσκολλημένο στο σώμα της κ., ενώ η εμπρόσθια επιφάνειά του, χωρισμένη σε υποδιαιρέσεις, σχηματίζει την ταστιέρα. Οι χορδές, συνήθως έξι ή δώδεκα (έξι διπλές χορδές), ξεκινούν από το κάτω άκρο του εμπρόσθιου μέρους του οργάνου, περνούν πάνω από τον καβαλάρη και στερεώνονται με κλειδιά στο επάνω άκρο της λαβής. Τα κλειδιά ρυθμίζουν τη συχνότητα της κάθε χορδής (χόρδισμα). Οι γνώμες για την προέλευση της κ. ποικίλλουν, ωστόσο είναι σχεδόν βέβαιο ότι αποτελεί πρωτότυπο όργανο και συνεπώς δεν κατάγεται από ανάλογα ασσυριακά ή χαλδαϊκά όργανα με μακριά λαβή. Εξάλλου, υποστηρίζεται ότι τα μουσικά όργανα που απεικονίζονται σε πολλές αιγυπτιακές παραστάσεις αποτελούν κ. Μετά την εισαγωγή της στην Ισπανία από τους Άραβες, η κ. διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη από τον 12o αι. και έπειτα. Τον 16o αι. ήταν τόσο διαδεδομένη όσο το λαούτο. Αν και αποτελούσε κατεξοχήν συνοδευτικό όργανο, η κ. σημείωσε συχνά μεγάλη επιτυχία και ως σολιστικό όργανο στα χέρια διάσημων καλλιτεχνών, όπως οι κιθαριστές των αρχών του 19ου αι. Αγκουάντο ι Γκαρθία, Καρούλι, Τζουλιάνι και ο Σεγκόβια κατά τον 20ό αι. Η κ. χρησιμοποιήθηκε και σε συνθέσεις κλασικής μουσικής, ενώ κάποιες φορές εμφανίστηκε και σε λυρικές όπερες (στον Κουρέα της Σεβίλης του Ροσίνι, στον Ντον Πασκουάλε του Ντονιτσέτι, στον Όμπερον του Βέμπερ). Ο Μποκερίνι και ο Παγκανίνι έγραψαν πολλά έργα μουσικής δωματίου για κ. (κουαρτέτα και κουιντέτα). Αναλογίες με την κ. παρουσιάζουν το μπάντζο, το γιουκουλέλιχαβανέζικη κιθάρα. Το μπάντζο (βλ. λ.) διαδόθηκε στη Βόρεια Αμερική, χρησιμοποιήθηκε στη φολκ και κάντρι μουσική, ενώ οι Αφροαμερικάνοι το εισήγαγαν στη μουσική της τζαζ. Το ηχείο αποτελείται από ένα μικρό ταμπούρο, ανοιχτό στο κάτω μέρος, ενώ είναι κολλημένο με την ταστιέρα, πάνω στην οποία είναι τεντωμένες τέσσερις χορδές, που προεκτείνονται στη μεμβράνη του ηχείου. Η χαβανέζικη κ. έχει μεταλλικό σώμα και παίζεται με την κύλιση ενός μεταλλικού δακτυλίου επάνω στις χορδές (βλ. λ. γιουκουλέλι ή γιουκαλίλι). Άλλα είδη κ. παρουσιάζονται κυρίως στη Λατινική Αμερική, σε διάφορα μεγέθη και με ποικίλο αριθμό χορδών. ηλεκτρική κ. Εξέλιξη της κ., στην οποία ο ήχος των χορδών ενισχύεται ηλεκτρικά και η ύπαρξη ηχείου δεν καθίσταται απαραίτητη. Εφευρέτης της ήταν ο Αμερικανός κιθαρίστας Λες Πολ κατά τη δεκαετία του 1930, ο οποίος προσέθεσε ηλεκτρομαγνήτες στο σώμα της κ., που μετέτρεπαν τις ηχητικές δονήσεις σε παλμούς. Οι ηχητικές δονήσεις με τη σειρά τους αναπαράγονταν ενδυναμωμένες μέσω ενός ενισχυτή. Στις ημέρες μας, οι ηλεκτρικές κ. χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες: στις κ. συμπαγούς σκάφους και στις ηλεκτρακουστικές. Οι πρώτες έχουν συμπαγές σώμα και η ενίσχυση του ήχου γίνεται μόνο ηλεκτρομαγνητικά, ενώ οι ηλεκτρακουστικές μοιάζουν με τις κ. με ηχείο και χρησιμοποιούν τον ηλεκτρισμό για αύξηση της έντασης του ήχου. Μολονότι ο λόγος αυτής της εξέλιξης ήταν η ενίσχυση του κιθαριστικού ήχου μέσα σε μεγάλα μουσικά σχήματα (ορχήστρες τζαζ), η ηλεκτρική κ. άρχισε να αποκτά ευρεία αποδοχή μετά το 1940 και βοήθησε σημαντικά στην εξέλιξη της σύγχρονης μουσικής. Η ροκ μουσική, για παράδειγμα, χρησιμοποιεί την ηλεκτρική κ. ως βασικό όργανο. Οι απεριόριστες δυνατότητες εξέλιξης του ήχου μέσω διαφόρων τεχνικών και μηχανημάτων την κατέστησαν ένα από τα πιο δημοφιλή όργανα, που χρησιμοποιείται ακόμη και σε έργα μουσικής πρωτοπορίας (για παράδειγμα, συνθέσεις του Στοκχάουζεν και του Γκλεν Μπράνκα). Κιθάρα του 18ου αι., ιταλικής κατασκευής. Κιθάρα με δύο ταστιέρες. Η ηλεκτρική κιθάρα του Τζίμι Χέντριξ (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
ἡ (ΑΜ κιθάρα, Α ιων. τ. κιθάρη
στον Όμ. πάντοτε κίθαρις)
νεοελλ.
1. εξάχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με κρούση ή έλξη τών χορδών με τις άκρες τών δακτύλων
2. ναυτ. είδος τροχίλου με επιμήκη θήκη σχήματος 8
μσν.
1. θώρακας, στήθος, κίθαρος*
2. στον πληθ. αἱ κιθάραι
τα πλευρά τού αλόγου («αἵ τε κιθάραιπαρ' ἑκάτερα τοῡ νώτου», Ιππιατρ.)
μσν.-αρχ.
είδος έγχορδου μουσικού οργάνου («παίδων χοροὶ συνελθόντες ὑπ' αὐλῷ καὶ κιθάρᾳ οἱ μὲν ἐχόρευον», Λουκιαν.)
αρχ.
1. εθνικό μουσικό έγχορδο όργανο τών αρχαίων Ελλήνων, τελειοποιημένη μορφή τής λύρας* και τής φόρμιγγας*, οι οποίες έμοιαζαν αλλά δεν ταυτίζονταν με την κιθάρα, με σχήμα τριγώνου και με αριθμό χορδών που ποίκιλλε κατά καιρούς από 5 έως 7 και αργότερα έως 11
2. είδος φυτού τού Παγγαίου όρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. ανατολικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. κιθαρίζω
αρχ.
κίθαρος.
ΣΥΝΘ. κιθαρωδός, κιθαρωδώ
αρχ.
κιθαραοιδός, κιθαρηφόρος, κιθαρώδησις, κιθαρωδία, κιθαρωδικός, κιθαρωδίστρια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κιθάρα — κιθά̱ρᾱ , κιθάρα lyre fem nom/voc/acc dual (ionic) κιθά̱ρᾱ , κιθάρα lyre fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθάρα — η εξάχορδο μουσικό όργανο: Παίζει κιθάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κιθάρᾳ — κιθά̱ρᾱͅ , κιθάρα lyre fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαρίζω — (ΑΜ κιθαρίζω) [κιθάρα] παίζω κιθάρα («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῑς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ) αρχ. 1. παίζω κιθάρα ή γενικώς μουσικό όργανο, αυλό, φόρμιγγα, λύρα κ.λπ., συνοδεύω άσμα με μουσική υπόκρουση («φόρμιγγι λιγείῃ κιθάριζεν», Ομ. Ιλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • Gitarren — Gitarre engl.: guitar, ital.: chitarra, griech.: κιθάρα, (Kithara), abgeleitet von dem persischen: Setar „Dreisaiter“), franz.: guitare …   Deutsch Wikipedia

  • Guitarre — Gitarre engl.: guitar, ital.: chitarra, griech.: κιθάρα, (Kithara), abgeleitet von dem persischen: Setar „Dreisaiter“), franz.: guitare …   Deutsch Wikipedia

  • Ketarre — Gitarre engl.: guitar, ital.: chitarra, griech.: κιθάρα, (Kithara), abgeleitet von dem persischen: Setar „Dreisaiter“), franz.: guitare …   Deutsch Wikipedia

  • Gitarre — engl.: guitar, ital.: chitarra, griech.: κιθάρα, (Kithara), abgeleitet von dem persischen: Setar „Dreisaiter“), franz.: guitare …   Deutsch Wikipedia

  • υποκιθαρίζω — Α 1. συνοδεύω με την κιθάρα κάποιον που τραγουδά 2. παίζω την κιθάρα προς τιμή κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κιθαρίζω «παίζω κιθάρα»] …   Dictionary of Greek

  • γιουκουλέλι ή γιουκαλίλι — Μουσικό τετράχορδο όργανο, παρόμοιο με την κιθάρα. Το γ. είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στα νησιά της Χαβάης όπου είναι περισσότερο γνωστό ως χαβανέζικη κιθάρα. Πορτογαλικής προέλευσης, έγινε γνωστό στα νησιά αυτά στο τέλος του 19ου αι. ως παραλλαγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”